- κατακαυχώμαι
- κατακαυχῶμαι, -άομαι (AM)1. καυχώμαι εναντίον κάποιου, υπερηφανεύομαι2. υπερηφανεύομαι για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακαυχῶμαι — κατακαυχάομαι boast against pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) κατακαυχάομαι boast against pres ind mp 1st sg κατακαυχάομαι boast against pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) κατακαυχάομαι boast against pres subj mp 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
τωθάζω — ΜΑ, και θωτάζω, Α εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ αρχ. 1. απόλ. χλευάζω 2. (κατὰ τον Ησύχ.) α) «λοιδορῶ» β) «ἐρεθίζω» γ) «κακολογῶ» δ) «θωπεύω» ε) «κατακαυχῶμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. πιθ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ … Dictionary of Greek